- τυραννοῦσι
- τυραννεύωto be a monarchpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)τυραννεύωto be a monarchpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαντάτο — το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο) διαταγή νεοελλ. 1. προμήνυμα («να μακρύνω απ την καρδιά τσ αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.) 2. ανακοίνωση, πληροφορία νεοελλ. μσν. αγγελία, είδηση, νέο («καλά… … Dictionary of Greek